"Φέτος, δεν έχουμε καλή δασκάλα…" ή "Τα πήγαμε τέλεια, γιατί είχαμε καταπληκτικό δάσκαλο". Δυο φράσεις που αντικατοπτρίζουν την αγωνία των γονέων, αλλά ταυτόχρονα «υποσκάπτουν» τις δυνατότητες των παιδιών! Κάθε χρόνο, με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς, μαθητές και γονείς αγωνιούμε για την καινούργια τάξη και τον νέο εκπαιδευτικό του παιδιού μας. Πολύ συχνά μάλιστα, οι γονείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συλλέξουμε πληροφορίες για το ποιόν του δασκάλου ή της δασκάλας που θα αναλάβει το παιδί μας, Αν και η συμπεριφορά μας έχει πολύ αγνά κίνητρα και υποδηλώνει την έγνοια μας για το παιδί μας και τη σχολική επιτυχία, στην πραγματικότητα, μπορεί να υπονομεύει τη μαθησιακή διαδικασία.
Όταν το παιδί μας διαμαρτυρηθεί για τον δάσκαλο ή τη δασκάλα του, χρειάζεται να το ακούσουμε πολύ προσεκτικά και να συμμεριστούμε το συναίσθημά του, όποιο και εάν είναι αυτό. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ενισχύσουμε και την άλλη πλευρά, να βάλουμε, δηλαδή, τον μαθητή στη θέση του εκπαιδευτικού, να τον ενθαρρύνουμε να υποθέσει γιατί μπορεί να λειτουργεί με τον συγκεκριμένο τρόπο καθώς και να σκεφτεί εναλλακτικές συμπεριφορές που θα υιοθετούσε στη συγκεκριμένη περίσταση.
Θεωρώντας πως ο δάσκαλος είναι ο παράγων «κλειδί» για την επιτυχία ή μη του παιδιού μας, αυτόματα δίνουμε στο παιδί την αίσθηση πως δεν μπορεί να τα καταφέρει αξιοποιώντας τις δυνατότητές του. Αφού ο «καλός δάσκαλός» διαμορφώνει την επιτυχημένη σχολική χρονιά και ο «κακός δάσκαλος» τη μη επιτυχημένη, λέμε στα παιδιά μας, με έμμεσο τρόπο, πως η σχολική επιτυχία δεν εξαρτάται από τη δική τους προσπάθεια και δουλειά, αλλά από τη δουλειά και τη στάση κάποιου άλλου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο μαθητής ξεκινά τη νέα χρονιά χωρίς προσωπικό κίνητρο. Δεν έχει κανέναν λόγο να βάλει στόχους και να προσπαθήσει να τους επιτύχει αφού, όπως αφήνουμε να εννοηθεί, δεν περνά από το «χέρι» του... Είναι θέμα δασκάλου.
Την ίδια στιγμή, διατηρώντας αυτή την κριτική στάση – θετική ή αρνητική– απαλλάσσουμε τον μαθητή από την ευθύνη της δικής του δουλειάς και προσπάθειας και του μαθαίνουμε όχι μόνο να μεταθέτει τις ευθύνες στους άλλους, αλλά και να μη φροντίζει να αναλαμβάνει δράση ο ίδιος. Του στερούμε την ευκαιρία να κάνει λάθος, να το αναγνωρίσει ως δικό του και στη συνέχεια να προσπαθήσει να το διορθώσει… Στερούμε, δηλαδή, από τον μαθητή μία διαδικασία που υποστηρίζει την εξέλιξή του, την καλλιέργεια της υπευθυνότητάς του και την πορεία του προς την αυτονόμηση.
Επιπλέον, κρίνοντας και αξιολογώντας τον εκπαιδευτικό, υπονομεύουμε τη σχέση που πρόκειται να αναπτύξουν δάσκαλος και μαθητής. Το παιδί μας είναι επιφυλακτικό και ξεκινά την ημέρα του έχοντας ως δεδομένο πως ο δάσκαλος ή η δασκάλα «δεν είναι καλοί». Είναι γενικά παραδεκτό πως το θετικό κλίμα της τάξης, η καλή σχέση εκπαιδευτικού και μαθητών, όπως και η καλλιέργεια της επιθυμίας των μαθητών για πρόοδο συμβάλλουν καθοριστικά στη σχολική επιτυχία. Τέλος, θέτοντας εμείς τους όρους για το ποιος είναι καλός δάσκαλός και το αντίθετο, στερούμε από το παιδί μας το δικαίωμα να αναπτύξει τη δική του κρίση, να γνωρίσει τον δάσκαλό ή τη δασκάλα του και να εντοπίσει από μόνο του, ως αυτόνομη προσωπικότητα, ποια στοιχεία είναι εκείνα που θεωρεί θετικά και ποια αρνητικά. Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συζητήσουμε με το παιδί μας πως όλοι μας, ως προσωπικότητες, έχουμε θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία.
Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω πως αυτό πρέπει να είναι μία κρίση η οποία θα προέρχεται από τον ίδιο τον μαθητή. Αρχικά, όταν το παιδί μας διαμαρτυρηθεί για τον δάσκαλο ή τη δασκάλα του, χρειάζεται να το ακούσουμε πολύ προσεκτικά και να συμμεριστούμε το συναίσθημά του, όποιο και εάν είναι αυτό. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ενισχύσουμε και την άλλη πλευρά, να βάλουμε, δηλαδή, τον μαθητή στη θέση του εκπαιδευτικού, να τον ενθαρρύνουμε να υποθέσει γιατί μπορεί να λειτουργεί με τον συγκεκριμένο τρόπο καθώς και να σκεφτεί εναλλακτικές συμπεριφορές που θα υιοθετούσε στη συγκεκριμένη περίσταση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία καλλιεργούμε την ενσυναίσθηση αλλά και την έννοια των πολλαπλών οπτικών ενός θέματος – δεξιότητες και σκέψεις που είναι απαραίτητες.
Αν τα πράγματα μοιάζουν δύσκολα, πρέπει να συναντήσουμε τον εκπαιδευτικό, να συζητήσουμε μαζί του και να μπορέσουμε, με όσο πιο αντικειμενική ματιά γίνεται, να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που συμβαίνει. Κι έπειτα, να κατανοήσουμε τη δυσκολία του παιδιού, ώστε να μπορέσουμε να το βοηθήσουμε να ενταχθεί σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, σε αυτό του σχολείου, δηλαδή. Προκειμένου να υποστηρίξουμε το παιδί μας να αντιμετωπίσει τη δυσκολία την οποία αισθάνεται:
Κλείνοντας, θα ήθελα να διευκρινίσω πως όταν αναφέρομαι σε δυσκολίες συμπεριφοράς ή σε σχέσεις περιγράφω πάντα καταστάσεις στα αυστηρά όρια του επιτρεπτού και τίποτα άλλο. Κάθε συμπεριφορά που παραβιάζει τα όρια και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εξ ορισμού καταδικαστέα και αδιαπραγμάτευτη. Δώστε χρόνο και εμπιστευτείτε τα παιδιά σας. Αξιοποιήστε μία δύσκολη συνεργασία ως άσκηση μετατόπισης της οπτικής από τα αρνητικά χαρακτηριστικά στα θετικά. Το παιδί σας θα έχει πάρει ένα πολύτιμο μάθημα ζωής!